- ἀποδημοῖεν
- ἀποδημέωto be away from homepres opt act 3rd pl (attic epic doric)ἀποδημέωto be away from homepres opt act 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναπόλλυμαι — ἐναπόλλυμαι (Α) φονεύομαι, σκοτώνομαι, πεθαίνω κάπου («νομίζοντες κέρδος τῷ δήμῳ, εἰ ἀποδημοῑεν και ἐναπόλοιντο», Ξεν.) … Dictionary of Greek